- χωροεπίσκοπος
- ο, Νεκκλ. βλ. χωρεπίσκοπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωρεπίσκοπος — ο, ΝΑ, και χωροεπίσκοπος Ν εκκλ. κληρικός ο οποίος ασκεί επισκοπική εξουσία στην ύπαιθρο χώρα εξ ονόματος και εν ονόματι τού επισκόπου τής πόλης αρχ. τοποτηρητής επισκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + επίσκοπος] … Dictionary of Greek
Πολυειδής ή Πολυείδης, Θεόκλητος — (Αδριανούπολη; τέλη 18ου αι. – 1754;/1759;). Έλληνας κληρικός, λόγιος και εκπαιδευτικός. Νέος χειροτονήθηκε μοναχός (το κοσμικό του όνομα ήταν Θεόδωρος) στην αγιορείτικη μονή των Ιβήρων, όπου χρημάτισε και ηγούμενος. Το 1713 χειροτονήθηκε… … Dictionary of Greek